-
1 ῥίζωμα
ῥίζωμα, τό, 1) das Eingewurzelte, Theophr. – 2) = ῥίζα, Wurzel, Stamm, Geschlecht; σπαρτῶν δ' ἀπ' ἀνδρῶν ῥίζωμ' ἀνεῖται, Aesch. Spt. 395; ῥιζώματα πάντων τέσσαρα, Empedocl. 26, die vier Elemente, wie ein anderer Dichter bei Plut. de plac.
-
2 ῥίζωμα
ῥίζωμα, τό, (1) das Eingewurzelte; (2) Wurzel, Stamm, Geschlecht; ῥιζώματα πάντων τέσσαρα, die vier Elemente -
3 ριζωμα
- ατος τό1) корень, основа, стихия2) племя, род, отпрыскσπαρτῶν ἀπ΄ ἀνδρῶν ῥ. Aesch. — отпрыск посеянных мужей (см. Σπαρτός), т.е. фиванец
-
4 ῥίζωμα
2 stem, race, A.Th. 413; θείων δ' ἀπ' ἀμφοῖν ἔκγονον ῥιζωμάτων, i.e. on the side of both parents, Theodect.3.
См. также в других словарях:
ρίζωμα — το / ῥίζωμα, ΝΜΑ το σύνολο τών ριζών δέντρου ή θάμνου νεοελλ. μσν. το να ριζώνει, να στερεώνεται κάτι με ρίζες στη γή, το ριζοβόλημα νεοελλ. βοτ. τύπος μεταμορφωμένου υπόγειου βλαστού, ο οποίος αναπτύσσεται οριζόντια και με τις διακλαδώσεις του… … Dictionary of Greek